- ἐπεπλανησάμην
- ἐπί-πλανάωcause to wanderaor ind mid 1st sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπλανώμαι — ἐπιπλανῶμαι, άομαι (Α) 1. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι («τῶν κατ’ ἐμαυτὸν ἀνθρώπων γῆν πλείστην ἐπεπλανησάμην», Κλήμ. Αλ.) 2. (απολ.) (για αναρριχητικά φυτά) έρπω πάνω σε κάτι, αναρριχώμαι, περιζώνω … Dictionary of Greek